Ο Κωνσταντίνος Καρέτσας παραχώρησε συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης στο «Athletic».
Ο 18χρονος μεσοεπιθετικός αποκάλυψε πως παρόλο που αγωνιζόταν στις μικρές εθνικές του Βελγίου, πάντα ένιωθε πιο Έλληνας, ενώ μοιράστηκε επίσης τις θυσίες που χρειάστηκε να κάνουν οι γονείς του για εκείνον.
Όσον αφορά το μέλλον του, τόνισε πως με τον πατέρα του είχαν προγραμματίσει έτσι ακριβώς την καριέρα του, αφήνοντας να εννοηθεί παράλληλα ότι μια μεταγραφή πλησιάζει, ονομάζοντας μάλιστα το πρωτάθλημα στο οποίο θα ήθελε να αγωνιστεί.
Αναλυτικά όσα είπε:
«Με τον πατέρα μου έχουμε σχεδιάσει ακριβώς την πορεία μου», εξηγεί. «Να ξεκινήσω στο Βέλγιο και μετά να πάω σε μια ομάδα, είτε φέτος είτε του χρόνου, θα δούμε. Αλλά πηγαίνει όπως το έχουμε προγραμματίσει».
Στη συνέχεια όταν ρωτήθηκε για το ποιο πρωτάθλημα του ταιριάζει καλύτερα, ανέφερε: «Δεν έχω προτίμηση. Με τη σωστή νοοτροπία, μπορώ να τα καταφέρω οπουδήποτε. Αν έπρεπε να επιλέξω, θα προτιμούσα τη La Liga, αλλά θα πήγαινα οπουδήποτε, σε οποιονδήποτε κορυφαίο σύλλογο. Εξαρτάται από την επιλογή εκείνη τη στιγμή».
Έπειτα τόνισε τη σημαντική αλλαγή που πραγματοποιήθηκε στην ψυχολογία του, λέγοντας: «Απλώς άλλαξα νοοτροπία. Από το να είμαι εντάξει με το να είμαι μέτριος, στο να θέλω να γίνω ο καλύτερος. Είναι μεγάλη αλλαγή.
Μίλησα πολύ με τους γονείς μου και επίσης με τον Ντεβόν Μέις (υπεύθυνος απόδοσης της Γκενκ) και τον Μικέλ Ριμπέιρο (βοηθό προπονητή) στην ομάδα. Είναι τεχνικός προπονητής, αλλά είναι κάτι περισσότερο από αυτό. Τον ξέρω όλη μου τη ζωή. Μπορούν να μιλήσουν από εμπειρία για δύσκολες στιγμές, ώστε να κάνεις τα πάντα για να ξεπεράσεις αυτά τα εμπόδια».
Στάθηκε και στις κακές στιγμές του ποδοσφαίρου, υπογραμμίζοντας πως είναι περισσότερες από τις καλές: «Στο ποδόσφαιρο θα έχεις ίσως 60% κακές στιγμές και 40% καλές. Αλλά οι καλές στιγμές είναι ανεκτίμητες σε σύγκριση με τις κακές. Γι’ αυτό στις κακές στιγμές, απλώς πρέπει να συνεχίζεις».
Για την παιδική του ηλικία είπε: «Και οι δύο έκαναν πολλές θυσίες. Ο πατέρας μου ήταν καλός ποδοσφαιριστής, αλλά σταμάτησε για μένα και τον αδερφό μου, ώστε να έχουμε ό,τι χρειαζόμασταν. Η μητέρα μου ήταν η καρδιά του σπιτιού. Είχα πραγματικά μια πολύ καλή παιδική ηλικία. Είμαι πολύ ευγνώμων».
Μετά μας «σύστησε» και τον μικρότερο αδερφό του: «Είναι ψηλότερος, πιο δυνατός, πιο γρήγορος από ό,τι ήμουν εγώ στα 12, οπότε θα έλεγα ότι είναι καλύτερος. Ελπίζω να φτάσει ψηλά. Δεν θα ήμουν ποτέ ζηλιάρης».
Εξήγησε και γιατί επέλεξε την Εθνική Ελλάδας: «Όποτε έπαιζα για το Βέλγιο, ένιωθα τιμή. Αλλά πάντα ένιωθα πιο Έλληνας. Η επιλογή ήταν καθαρά από καρδιάς. Κανείς δεν με πίεσε».
Στο τέλος μίλησε για το πώς ξεκίνησε η επαφή του με το άθλημα, αλλά και για την προσέγγισή του σε αυτό: «Από τότε που έμαθα να περπατώ, είχα πάντα μια μπάλα στα πόδια μου. Την αγαπούσα. Ο πατέρας μου πάντα ενθάρρυνε τη ντρίμπλα, γιατί ήξερε ότι αυτοί είναι οι πιο ξεχωριστοί, οι δημιουργικοί παίκτες. Και εγώ ήμουν έτσι. Δεν φοβάμαι να δοκιμάσω κάτι.
Αν δεν πετύχει τρεις φορές, και στην τέταρτη η ομάδα σκοράρει, κανείς δεν θυμάται τις τρεις προηγούμενες. Αυτή μπορεί να είναι η καθοριστική στιγμή του αγώνα. Οι παίκτες, όπως ο Τζέρεμι Ντοκού, προσφέρουν κάτι στην ομάδα που αγαπώ.
Σήμερα υπάρχει πολλή ρομποτική προσέγγιση στο ποδόσφαιρο, δεν μπορώ να τη βλέπω. Πρέπει να είσαι δημιουργικός. Αυτό είναι το όμορφο στο ποδόσφαιρο».
