Κ. Μιλιάζες: «Δεν ήθελα να φύγω ποτέ από τον ΟΦΗ-Φυσικά δεν θα ξεχάσωτο χατ-τρικ κόντρα στην Κέρκυρα»

Ένας από τους αγαπητούς παίκτες που φόρεσαν την φανέλα του ΟΦΗ είναι ο Κάρλος Μιλιάζες, μίλησε στο Gazzetta.gr για όλα, αποφάσισε να μοιραστεί τις εμπειρίες που έζησε τόσο με τους Κρητικούς όσο και με τον Λεβαδειακό στα τέσσερα χρόνια που έπαιξε στη χώρα μας.

«Μακάρι να έκλεινα την καριέρα μου στον ΟΦΗ» ήταν μία από τις πρώτες του ατάκες πριν καν πατηθεί το record για τη συνέντευξη. Το επανέλαβε αμέσως μετά και το έλεγε ξανά και ξανά. Η αγάπη του για τους Κρητικούς δεν κρυβόταν μέσα από τις λέξεις και τις εκφράσεις που είχε όπως και για τη συνολική παρουσία του στη χώρα μας.

Ο Κάρλος Μιλιάζες δεν είναι απλώς ένας ξένος που πέρασε από την Ελλάδα και… έφυγε. Είναι ένας παίκτης που έζησε, αγάπησε και αγαπήθηκε, ιδιαίτερα από τους φίλους του ΟΦΗ, με τους οποίους μοιράστηκε έντονες στιγμές εντός και εκτός γηπέδου. Πλέον, ο Πορτογάλος αριστερός μπακ έχει γυρίσει σελίδα, παραμένει κοντά στο ποδόσφαιρο και ετοιμάζεται για την επόμενη του «καριέρα», αυτή του προπονητή.

Οι τοποθετήσεις του:

Tι κάνει ο Κάρλος Μιλιάζες αυτή τη στιγμή;

«Έπαιζα ποδόσφαιρο μέχρι και την περσινή σεζόν, όταν και ξεκίνησα να σπουδάζω προπονητική και παράλληλα ανέλαβα και μία ομάδα για να δω πώς είναι. Θα ήθελα να γίνω προπονητής και θα το προσπαθήσω. Είναι κάτι που έχει σχέση με το ποδόσφαιρο, μου αρέσει».

– Έχεις κάποιον προπονητή που έχεις ως παράδειγμα;

«Δεν είναι ένας συγκεκριμένος. Είχα πολλούς καλούς προπονητές και προσπαθώ να πάρω κάτι από κάθε προπονητή που μου αρέσει και να το κουμπώσω στη δική μου ιδέα. Για παράδειγμα ο Σάββας Παντελίδης. Έμαθα πολλά από εκείνον και μιλάμε ακόμα και σήμερα μαζί. Είχα αρκετούς προπονητές που μπορώ να κρατήσω πολλά πράγματα και αυτά τα δοκιμάζεις να δεις αν βγαίνουν».

– Έχεις παρακολουθήσει καθόλου το ελληνικό πρωτάθλημα φέτος;

«Είδα κάποια ματς. Κυρίως ΟΦΗ και Λεβαδειακό επειδή πέρασα πολύ ωραία χρόνια και με τις δύο ομάδες. Στη Λιβαδειά ο κ. Κομπότης με βοήθησε πάρα πολύ. Είχα τραυματιστεί και εκείνος μου ανανέωσε το συμβόλαιο για δύο χρόνια παρότι έληγε εκείνο το καλοκαίρι. Δεν είναι κάτι σύνηθες στην Ελλάδα ειδικά για έναν παίκτη 33 ετών. Αυτό ήταν απίστευτο πραγματικά. Οπότε προσπαθώ να ακολουθώ το ελληνικό ποδόσφαιρο μέσω αυτών των ομάδων».

– Κάποια ομάδα που ξεχώρισες;

«Ο Ολυμπιακός ήταν πάρα πολύ καλός φέτος. Όπως και ο Παναθηναϊκός και ο ΠΑΟΚ. Γενικά παρατήρησα ότι το επίπεδο στην Ελλάδα έχει ανέβει αρκετά και οι διαφορές των ομάδων είναι πιο μικρές. Αυτό «πιέζει» τους πάντες να γίνουν καλύτεροι, κάτι που φάνηκε και από την κατάκτηση του Conference League από τον Ολυμπιακό. Το ελληνικό πρωτάθλημα είναι αρκετά ανταγωνιστικό και το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή όταν έφτασα στην Ελλάδα. Είδα τους οπαδούς, το πάθος, την πίεση. Έπρεπε να έχω έρθει νωρίτερα στην Ελλάδα αλλά είχα προτάσεις από άλλες χώρες και ομάδες».

– Είχες ποτέ πρόταση από την Ελλάδα πριν τον ΟΦΗ;

«Είχα μία πρόταση. Όταν ήταν να φύγω από την Πορτογαλία για τη Ρουμανία, είχα πρόταση από τον Αστέρα Τρίπολης όπου τότε ήταν προπονητής ο Κάρλος Καρβαλιάλ. Όταν ήρθε στην Ελλάδα με κάλεσε να έρθω και εγώ αλλά εγώ είχα μιλήσει ήδη με την Τιμοσοάρα που με αγόρασαν από την ομάδα που ήμουν στην Πορτογαλία».

– Ας πάμε στα παιδιά σου χρόνια. Πώς ξεκίνησες το ποδόσφαιρο;

«Η αλήθεια είναι πως δοκίμασα πολλά αθλήματα όταν ήμουν μικρός. Κάποια στιγμή έπαιξα ποδόσφαιρο στον δρόμο με τους φίλους μου και ένας από αυτούς μου είπε ότι θα πάει στην ακαδημία της Βαρζίμ. Με κάλεσε να πάω μαζί του, πήγα σε μία προπόνηση και ο προπονητής στο τέλος, μου είπε να έρθω ξανά με τον πατέρα μου. Εκεί φοβήθηκα λίγο (γέλια). Έλεγα: “μα δεν έκανα κάτι”, γιατί όταν κάποιος φωνάζει τον γονιό σου, κάτι κακό έχει συμβεί (γέλια). Τελικά πήγε ο πατέρας μου και με ζήτησαν να παραμείνω στο κλαμπ. Έτσι ξεκίνησε η καριέρα μου στο ποδόσφαιρο. Βήμα-βήμα και πολύ δουλειά εξελίχθηκα».

– Είχες κάποιο είδωλο;

«Ο Ερίκ Καντονά. Τα είχε όλα. Την τεχνική, τον χαρακτήρα, τη μορφή».

– Ήσουν από την αρχή αριστερός μπακ;

«Στην αρχή ήμουν αριστερός χάφ, μετά έγινα εξτρέμ αλλά όταν ξεκίνησα την καριέρα μου, ο προπονητής ήθελε έναν αριστερό ακραίο μπακ καθώς είχε τραυματιστεί ο βασικός μας παίκτης. Ήρθε και με ρώτησε αν μπορώ να παίξω τη θέση και είπα να το δοκιμάσω. Μετά από εκείνο το ματς, έμεινα για πάντα σε αυτή τη θέση».

– Πες μου για τα πρώτα σου βήματα ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής

«Ήταν λίγο περίεργο το ξεκίνημα και το συναίσθημα τότε. Είχαμε πολύ καλή ομάδα στα μικρά κλιμάκια τότε. Ήμασταν όλοι μαζί από μικρά σαν ομάδα και είχαν υπογράψει συνολικά 10 παίκτες από εκείνο το σύνολο ως επαγγελματίες. Στην τελευταία μου χρονιά στις ακαδημίες δεν χάσαμε ούτε ένα ματς και κατακτήσαμε το πρωτάθλημα. Ο προπονητής τότε αποφάσισε να στείλει τα περισσότερα παιδιά ως δανεικούς γύρω-γύρω παρότι είχαμε δείξει καλό πρόσωπο στα φιλικά. Από αυτούς τους 10, μόνο εγώ και άλλος ένας συνεχίσαμε το ποδόσφαιρο. Δεν είχε γίνει σωστή διαχείριση».

– Τι θυμάσαι από το επαγγελματικό ντεμπούτο σου;

«Είχα πάει ως δανεικός στην τρίτη κατηγορία και μετά επέστρεψα στην πρώτη κατηγορία στην ομάδα μου. Ο προπονητής μου είπε ότι ήμουν η τρίτη επιλογή στα πλάνα του και ρώτησε αν θα ήθελα να μείνω ή να φύγω ξανά δανεικός. Ο κόσμος δεν ήταν θετικός στο να φύγω καθώς τα δύο προηγούμενα χρόνια ήμουν το καλύτερο μπακ σε όποια ομάδα έπαιξα και ήμουν και παιδί της πόλης. Πάμε στο πρώτο παιχνίδι, λοιπόν. Το προηγούμενο βράδυ ήμουν άρρωστος και η μητέρα μου μου έδωσε ένα χάπι για να γίνω καλά. Ωστόσο, με αυτό το χάπι δεν θα μπορούσα να αγωνιστώ γιατί απαγορευόταν, κάτι που δεν το ήξερα. Έπρεπε να περιμένω για την ευκαιρία μου. Ο προπονητής μου έδωσε νέα ευκαιρία κόντρα στη Γκιμαράες που ήταν 2η στην κατηγορία και θα ανέβαινε στην κορυφή αν νικούσε. Ο προπονητής θεώρησε ότι μου δίνει ένα δώρο αλλά με λάθος τρόπο. Πριν το παιχνίδι με παρουσίασε στους παίκτες και ανέφερε ότι θα αποδείξω την αξία μου μέσα από ένα δύσκολο παιχνίδι. Νικήσαμε 3-2 σε εκείνο το παιχνίδι και έκανα και μία ασίστ. Οι εφημερίδες και η τηλεόραση μιλούσαν για εμένα αλλά στο επόμενο ματς με άφησε στον πάγκο. Μετά με έβαλε ξανά και έμεινα βασικός. Ήξερα ότι με το παραμικρό λάθος δεν θα με ξαναβάλει ποτέ οπότε προσπάθησα να είμαι προσεκτικός σε κάθε λεπτομέρεια».

– Ένιωσες πίεση;

«Η αλήθεια είναι ότι μου αρέσει η πίεση. Η πίεση είναι ο λόγος που εξελίσσομαι και για αυτό μου άρεσε και η Κρήτη. Γιατί είχε αρκετή πίεση».

– Είχες ως συμπαίκτη και τον Φάμπιο Κοεντράο στη Ρίο Άβε. Τι θυμάσαι από εκείνον;

«Ήταν αρκετά μικρός όταν ήμουν εγώ στη Ρίο Άβε. Ήταν από την πόλη μου και ήταν πραγματικά ωραία ιστορία μαζί του. Αυτό το παιδί ξεχώριζε από την αρχή και στα 16 του έκανε προπονήσεις με την πρώτη ομάδα. Εκείνη τη σεζόν θα πέφταμε στην δεύτερη κατηγορία και παίζαμε κόντρα στην Σπόρτινγκ Λισσαβόνας. Μίλησα με τους αρχηγούς της ομάδας και τους είπα να μιλήσω με τον προπονητή για να βάλει τον μικρό μπροστά μου να παίξει αφού είχαμε υποβιβαστεί και να δείξει τι αξίζει. Το είπα στον κόουτς και εκείνος φάνηκε αρνητικός. Του είπα ότι θα πάρω εγώ την ευθύνη. Μετά έπιασα τον Κοεντράο και του εξήγησα ότι είναι η ευκαιρία του και πρέπει να την αρπάξει. Έκανε ένα φανταστικό παιχνίδι ως εξτρέμ και μπροστά μου».

– Έχεις κάποιο γκολ ή ασίστ που δεν θα ξεχάσεις ποτέ;

«Έχω πετύχει αρκετά ωραία γκολ αλλά αυτό που μου έχει μείνει στο μυαλό είναι εκείνο με τη Ρίο Άβε όπου νικήσαμε με 1-0 και χάρη σε αυτό, παραμείναμε στην μεγάλη κατηγορία. Φυσικά δεν θα ξεχάσω και το χατ-τρικ που πέτυχα με τον ΟΦΗ. Δεν πέτυχα λίγα γκολ για αριστερός μπακ θεωρώ».

– Το χατ-τρικ το πέτυχες στο τελευταίο παιχνίδι με τον ΟΦΗ κόντρα στην Κέρκυρα. Πες μου τι θυμάσαι από εκείνη την περίοδο;

«Ήταν περίεργη εβδομάδα γιατί ο Γκατούζο αποχώρησε και ο Αναστόπουλος πήρε τη θέση του αλλά εγώ είχα ήδη ταξιδέψει στην Αθήνα για να διαπραγματευτώ κάποιες προτάσεις που είχα. Είχα ξεκαθαρίσει στον ΟΦΗ πως, λόγω των οικονομικών προβλημάτων της ομάδας, είναι αρκετά δύσκολα τα πράγματα και πρέπει να σκεφτώ την οικογένεια μου. Ήμουν έξι μήνες απλήρωτος και δεν είναι εύκολο. Ο Λεβαδειακός έδειξε το πιο έντονο ενδιαφέρον, ο προπονητής ειδικά αλλά και ο πρόεδρος της ομάδας με τον τρόπο που μου μίλησε. Οπότε γύρισα στην Κρήτη για να μιλήσω με τον πρόεδρο του ΟΦΗ για να αποχωρήσω. Ήθελα να παίξω ένα τελευταίο παιχνίδι. Το είπα στον Αναστόπουλο, το συζητήσαμε και του είπα: “θα σκοράρω δύο γκολ και θα με βγάλεις”. Άρχισε να μου κάνει πλάκα και εγώ του το έλεγα σοβαρά. Τελικά το συμφωνήσαμε και ξεκίνησα ως εξτρέμ. Έβαλα το πρώτο, έβαλα το δεύτερο και άμα δεις στην τηλεόραση, του έκανα νόημα να με βγάλει όπως είχαμε πει και με άφησε μέσα τελικά».

– Ήταν δύσκολο για εσένα να αγωνιστείς για τελευταία φορά με τον ΟΦΗ;

«Ήταν λίγο… ρίσκο αρχικά. Μία μέρα πριν, έμαθα ότι θα είναι το τελευταίο μου παιχνίδι με τον ΟΦΗ. Οπότε ήταν κάπως ιδιαίτερο συναισθηματικά και ειδικά στα πρώτα λεπτά έκανα ένα λάθος και άκουσα κάποιες αποδοκιμασίες από τον κόσμο. Ήταν λίγο σκληρό αυτό αλλά μετά…»

– Γιατί δεν σε έβγαλε ο Αναστόπουλος μετά το δεύτερο γκολ;

«Πρέπει να ρωτήσεις τον ίδιο (γέλια). Δεν γνωρίζω αλλά είμαι χαρούμενος που δεν με έβγαλε γιατί πέτυχα και τρίτο γκολ και νικήσαμε και τελείωσα τη δουλειά. Δεν ήθελα να φύγω. Αλήθεια σου μιλάω. Με πόνεσε πάρα πολύ που έφυγα από τον ΟΦΗ και την Κρήτη. Το λέω συνέχεια και με πονάει πάντα που το αναφέρω. Δεν θα ήθελα να φύγω ακόμα και τότε αλλά είχα συμφωνήσει με τον Λεβαδειακό και ο ΟΦΗ είχε πολλά οικονομικά προβλήματα. Ο Αναστόπουλος μου ζήτησε να μείνω και να χτίσουμε κάτι μαζί, να βρούμε μία λύση αλλά έπρεπε να σκεφτώ την οικογένεια μου. Για εμένα ήταν η καλύτερη λύση στη δεδομένη φάση. Αν δεν υπήρχε αυτή η κατάσταση, θα είχα μείνει εκεί».

– Έτσι ολοκλήρωσες το «ταξίδι» σου με τον ΟΦΗ. Τώρα θέλω να μου πεις πώς ξεκίνησε. Ποιο είναι το story;

«Είναι λίγο περίεργη. Έπαιζα στην Παραλίμνι στην Κύπρο όπου είχα πάει μετά την Πορτογαλία. Είχα κάνει εξαιρετική σεζόν και ο ατζέντης μου είχε ξεκινήσει να μιλάει με το ΑΠΟΕΛ και άλλες μεγάλες ομάδες της Κύπρου. Κάποια στιγμή, μου είπε ότι έχω πρόταση από την Ελλάδα και συγκεκριμένα τον ΟΦΗ. Ξεκίνησα να τον ψάχνω στο ίντερνετ και το πρώτο πράγμα που είδα ήταν η ατμόσφαιρα στο γήπεδο από τους οπαδούς. Μόλις το είδα, είπα στον ατζέντη μου: “Θα πάω εκεί”. Κάτι με έσπρωξε να πω. Αρχίσαμε να μιλάμε με τον ΟΦΗ και την ίδια στιγμή είχα φύγει από την Κύπρο γιατί ήθελα μία πρόκληση, κάτι καλύτερο. Μιλήσαμε με τον προπονητή, έφτασα στην Κρήτη και πήγα κατευθείαν στο Γεντί Κουλέ και ήμουν στις εξέδρες για την πρώτη προπόνηση της σεζόν. Είδα πάρα πολύ κόσμο στις εξέδρες. Εκεί κατάλαβα ότι ο ΟΦΗ είναι η ομάδα που έπρεπε να πάω. Με αγκάλιασαν όλοι και με έκαναν να νιώσω ότι είμαι σε μία οικογένεια. Είναι πολύ σημαντικό. Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Ήταν το σύνολο που είχαμε μέσα στο κλαμπ. Το έχω ξαναπεί σε φίλους μου. Αν σε εκείνη την ομάδα είχαμε την οργάνωση που έχει προσφέρει ο κ. Μπούσης τώρα στον ΟΦΗ, θα παλεύαμε για το πρωτάθλημα. Δεν είχαμε την ποιότητα αλλά την καρδιά. Ήταν οι κατάλληλοι παίκτες αλλά στην λάθος στιγμή. Χωρίς πληρωμές, τερματίσαμε στην 6η θέση. Χωρίς τίποτα καταφέραμε κάτι τέτοιο. Οπότε, βλέποντας το τι προσφέρει ο πρόεδρος αυτή τη στιγμή στον ΟΦΗ, πρέπει να αρχίσουν να κοντράρουν ομάδες όπως ο Παναθηναϊκός, ο Ολυμπιακός, ο ΠΑΟΚ, η ΑΕΚ. Πρέπει να γίνει. Έχουν τα πάντα για να το κάνει η σημερινή ομάδα».

– Πόσο δύσκολο ήταν να ανταπεξέλθεις με τα οικονομικά δεδομένα που υπήρχαν;

«Όταν μπαίναμε στο γήπεδο, ξεχνούσαμε τα πάντα, όμως όταν γυρνούσαμε στο σπίτι, έπρεπε να πληρώσουμε τα έξοδα μας και μόλις ρωτούσαμε, δεν παίρναμε απάντηση για το πότε θα πληρωθούμε. Ένας, δύο, τρεις μήνες είναι εντάξει αλλά όταν φτάνεις τους έξι μήνες, τότε υπάρχει πρόβλημα και είναι περίπλοκο. Αυτό συμβαίνει γιατί μαζεύεις λεφτά για μετά το ποδόσφαιρο αλλά μόλις γίνεται αυτό, αρχίζεις να σπαταλάς λεφτά από αυτά που είναι άκρη. Και για εμάς τους μεγαλύτερους σε ηλικία υπάρχει τρόπος να το αντιμετωπίσεις, όμως για τους νεαρούς ποδοσφαιριστές που τότε ξεκινούν, είναι πραγματικά σκληρό να το βιώνουν. Θυμάμαι τότε τα Χριστούγεννα που δεν είχαμε πληρωθεί και ήθελαν κάποιοι να δώσουν δώρα στα παιδιά τους και δεν είχαν χρήματα ας πούμε. Ήταν πολύ σκληρό να το βλέπεις. Μέσα από αυτό δημιουργήσαμε ένα δυνατό γκρουπ. Μία οικογένεια».

– Βοηθούσατε οικονομικά ο ένας τον άλλον;

«Και βέβαια. Κάποιες φορές βοηθούσαμε ο ένας τον άλλον, ειδικά τους πιο νέους παίκτες που ξεκινούσαν. Μεταξύ μας. Δίναμε λεφτά και βοηθούσαμε πάντα».

– Ποια ήταν η πρώτη σου εντύπωση από το Γεντί Κουλέ;

«Φφφφ… θυμάμαι στο πρώτο φιλικό ματς που ήταν γεμάτο το γήπεδο. Αλλά στα επίσημα παιχνίδια ήταν απίστευτη η ατμόσφαιρα. Από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό φώναζαν. Ακόμα και όταν δεν παίζαμε καλά ή χάναμε, μας στήριζαν. Δεν είναι κάτι φυσιολογικό αλλά υπήρχε τρομερή σύνδεση μεταξύ των οπαδών και των παικτών. Είχαν καταλάβει ότι δίναμε ότι περισσότερο μπορούσαμε στη δεδομένη περίπτωση».

– Ποια άλλη έδρα σου είχε κάνει εντύπωση;

«Η Τούμπα. Θυμάμαι που αλλάζαμε στα αποδυτήρια και ακούγαμε το “μπουμ μπουμ” μέσα όσο αλλάζαμε. Επίσης και του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού οι οπαδοί είχαν εξαιρετική ατμόσφαιρα. Της ΑΕΚ ήταν κάπως πιο ήρεμη αλλά θεωρώ πως όλες οι ομάδες στην Ελλάδα έχουν δυνατούς και παθιασμένους οπαδούς».

– Πάμε τώρα σε μερικά πρόσωπα που συνάντησες στον ΟΦΗ. Αρχικά, είχες κόουτς τον Σα Πίντο…

«Απίστευτος. Πήρε μία ομάδα που βρισκόταν σε δύσκολη φάση και πέρασε σε όλους τον τρόπο να παίζουν με καρδιά και πάθος. Δούλεψε πάρα πολύ και ήθελε τα πάντα τέλεια».

– Για τον Γκατούζο;

«Είναι ένας εξαιρετικός άνθρωπος. Μπορείς να συζητήσεις μαζί του, μπορείς να κάνεις πλάκα, δεν είναι τόσο σοβαρός όσο δείχνει στην τηλεόραση. Έχει μεγάλη καρδιά και μιλάμε μέχρι και σήμερα με μηνύματα. Δημιουργήσαμε μία πολύ καλή σχέση γιατί στην πρώτη μας γνωριμία, με έστειλε για… ντους».

– Τι εννοείς;

«Όταν ήρθε, έκανε κάποια πειράματα με την εντεκάδα γιατί ήθελε να δει το ρόστερ που ήταν μεγάλο. Εμένα δεν μου αρέσει να χάνω και επειδή στην αρχή είχαμε κάποια ματς που χάναμε, σε ένα παιχνίδι, στο ημίχρονο, ήρθε και με ρώτησε: “Κάρλος, γιατί δεν ανεβαίνεις;” και του απάντησα “Γιατί να ανέβω; Αφού δεν είμαστε δυνατοί”. Και εκείνη τη στιγμή γυρνάει και μου λέει: “Πήγαινε για μπάνιο και σπίτι σου”. Εγώ πήγα και σταμάτησε εκεί το θέμα. Μετά, σε ένα δείπνο με την ομάδα, όταν όλοι άρχισαν να φεύγουν, ο Γκατούζο με φώναξε να κάτσω δίπλα του. Γυρνάει και μου λέει: “Μου αρέσεις Κάρλος, έχεις μεγάλες μπάλες γιατί είπες αυτό που πιστεύεις απλά πρέπει να σέβεσαι μερικά πράγματα”. Του είπα και εγώ ότι το έκανα γιατί θέλω να κερδίζω και από τότε κρατήσαμε πολύ καλή σχέση. Έλεγε συνέχεια να παίζουμε με καρδιά. Ακόμα και αν δεν παίζεις καλά, τρέχα. Πάλεψε και κανείς δεν θα σου πει τίποτα».

– Έχεις κάποια ιστορία μαζί του;

«Ήταν μία μέρα που έχουμε φύγει από την προπόνηση και ήταν μπροστά μου στο αμάξι του με τον βοηθό του. Οδηγούσα πίσω του και έχει ανάψει κόκκινο φανάρι και ήμουν αφηρημένος και έπεσα πάνω του. Λίγο, αλλά το κατάλαβε. Μόλις τον βρήκα, πετάχτηκε έξω από το αμάξι, άρχιζε να φωνάζει και μόλις με κατάλαβε, μου λέει: “Κάρλος, άντε γ@@@@@υ Κάρλος”, ξαναμπήκε στο αμάξι και έφυγε. Άρχισα και γέλαγα (γέλια)».

– Πώς ήταν το συναίσθημα να έχεις δίπλα σου έναν άνθρωπο που έγραψε ιστορία με τη Μίλαν και έχει κατακτήσει Champions League;

«Ήταν αρκετά περίεργο στην αρχή. Ένας άνθρωπος που έγραψε ιστορία στην Ευρώπη, πήρε το Champions League με τη Μίλαν και ξαφνικά τον βλέπεις δίπλα σου, να μιλάτε, να κάνετε πλάκα, να παίζετε πινγκ-πονγκ. Ήταν πολύ ωραία εμπειρία».

– Γενικά, είχες «επιθέσεις» αγάπης στην Κρήτη;

«Είχα πάει σε ένα χωριό σε ένα βουνό στην Κρήτη για να φάμε κάτι με τη γυναίκα μου. Μπαίνω σε ένα εστιατόριο και ακούω έναν να φωνάζει: “Κάρλος, Κάρλος, έλα μέσα, κάτσε”. Ξαφνιάστηκα. Ήταν ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου. Ήθελα να δω το παιχνίδι του ΟΦΗ αλλά δεν είχε τηλεόραση και μόλις του το είπα, μου έφερε ένα τάμπλετ, το έστησε στο τραπέζι, φάγαμε φαγητό… Αλλά πολύ φαγητό! Ήταν υπέροχο το γεύμα και μόλις πήγα να πληρώσω, μου λέει ότι δεν χρωστάω τίποτα. Μετά από δέκα μέρες επέστρεψα στο μαγαζί και του άφησα μία φανέλα μου. Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω για εκείνον».

– Σε καταλάβαιναν ε;

«Ναι, ναι ήταν το κάτι άλλο. Με καταλάβαιναν και από το λουκ των μαλλιών (γέλια)».

– Αλήθεια, γιατί είχες επιλέξει αυτό το λουκ;

«Από την αρχή της καριέρας μου, μου άρεσε να κάνω κάτι διαφορετικό στα μαλλιά μου. Έκανα τη μοϊκάνα λόγω της ιστορίας που έχει. Ήταν των πολεμιστών στις μάχες και παράλληλα ήταν κάτι που με ξεχώριζε σαν παίκτη επίσης».

 

– Είχες ποτέ πρόβλημα με τους προπονητές;

«Δεν είχα ιδιαίτερο πρόβλημα με τους προπονητές για το λουκ μου. Μόνο μία φορά ένας προπονητής στην Πορτογαλία, επειδή φορούσα κάτι πορτοκαλί παπούτσια που μου είχε κάνει δώρο η μητέρα μου και εκείνος ήθελε να φοράμε μόνο μαύρα. Εγώ φυσικά είχα πει όχι (γέλια)»

– Πάμε στο κεφάλαιο του Λεβαδειακού. Είπες ότι είχες πολλές προτάσεις αλλά διάλεξες εκεί. Γιατί;

«Το συμβόλαιο ήταν μεγάλο. Ο Ατρόμητος με ήθελε την ίδια περίοδο αλλά ο κ. Κομπότης έκανε τα πάντα για να με πάρει. Με είχε τρελάνει στα τηλέφωνα (γέλια). Ήταν Δεκέμβρης, με πήρε τηλέφωνο την πρώτη φορά και δεν είχα τον αριθμό μου. Μου συστήθηκε και με ρώτησε τι χρειάζομαι για να πάω στον Λεβαδειακό. Εγώ του είπα, θέλω τα διπλά από αυτά που παίρνω τον ΟΦΗ. Μου απάντησε: “Είσαι μ@@@@ς; Με αυτά τα λεφτά αγοράζω δύο αριστερούς μπακ” (γέλια). Του είπα: “μπορείς να πάρεις δύο αριστερούς μπακ αλλά όχι με την ποιότητα μου”. Του εξήγησα ότι δεν έρχομαι με λιγότερα αλλά αν με ξαναπάρει, θα είναι τρεις φορές το συμβόλαιο μου. Κλείσαμε το τηλέφωνο τελικά. Στο τέλος της σεζόν με ξαναπήρε. Αυτή τη φορά είχα τον αριθμό του. Μου έκανε την ίδια ερώτηση, με το πόσα θέλω. Του θύμησα τα λόγια μου και του ζήτησα τρεις φορές το συμβόλαιο στον ΟΦΗ (γέλια). Άρχισε πάλι τα μ@@@@ αλλά μου ζήτησε να πάω εκεί να μιλήσουμε. Πήγαμε με τον ατζέντη μου και εν τελεί μου έδωσε όσα ζήτησα».

– Η προσαρμογή πώς ήταν;

«Ήταν δύσκολος ο χειμώνας στη Λιβαδειά (γέλια). Όλοι μου έλεγαν πως άφησα την Κρήτη (γέλια). Η οικογένεια μου είχε μείνει στην Κρήτη και μετά μετακόμισαν στην Ελβετία για να πάνε τα παιδιά μου σε ευρωπαϊκό σχολείο».

– Πες μου λίγα πράγματα για τον Γιάννη Κομπότη.

«Ο κ. Κομπότης είναι ένας από τους καλύτερους προέδρους στην Ελλάδα. Του έλεγα συνέχεια να πάρει τον ΟΦΗ. Ήμουν ξεκάθαρος απέναντι του, ότι αν πάρει τον ΟΦΗ, τότε η ομάδα θα είναι πρωταθλήτρια. Είναι πολύ ευθύς άνθρωπος και έχω μόνο καλά πράγματα να πω. Είναι κύριος, σωστός άνθρωπος και ό,τι πει από την πρώτη μέχρι την τελευταία κουβέντα είναι σαν συμβόλαιο. Έχω εξαιρετική σχέση μαζί του ακόμα και σήμερα. Του άρεσε που τα έλεγα όλα μπροστά του. Θυμάμαι πως όταν ήρθα από την Κρήτη, ήρθε ο ίδιος να με πάρει από το αεροδρόμιο για να πάμε στη Λιβαδειά. Ήταν τρελός οδηγός (γέλια)».

– Είχες μάθει ελληνικά;

«Μιλάω λίγο όχι πολύ. Καταλαβαίνω (στα ελληνικά). Στην αρχή όμως ήταν δύσκολο γιατί μου μάθαιναν μόνο βρισιές (γέλια). Όταν έφτασα στη Κρήτη, με πλησίασαν οι Έλληνες και μου είπαν, όταν θα θέλω την μπάλα θα φωνάζω: “π@@@η” (γέλια). Δεν ξέρεις τι σημαίνει, οπότε το λες και μετά καταλαβαίνεις ότι σου κάνουν πλάκα. Μετά το μ@@@@ς είναι η κορυφαία ελληνική λέξη».

– Η καλύτερη στιγμή στην Ελλάδα;

«Το χατ-τρικ φίλε. Είναι κάτι που θα θυμάμαι για πάντα».

– Ποιος ήταν ο πιο δύσκολος αντίπαλος που βρήκες στην Ελλάδα;

«Πραγματικά κανένας. Αλλά είχα δει πολλούς παιχταράδες στις αντίπαλες ομάδες. Στον Ολυμπιακό ήταν ο Τσόρι Ντομίνγκες ή ο Φορτούνης που ήταν μικρός τότε. Καταλάβαινες ότι έχει αυτό το… κάτι. Από τον Πανιώνιο ήταν ο Σιωπής ας πούμε που θυμάμαι».

– Πιστεύεις ότι έχει ταλέντο η Ελλάδα;

«Και βέβαια η Ελλάδα έχει ταλέντο και αρκετοί Έλληνες έχουν πετύχει στην Πορτογαλία. Ο Παυλίδης τώρα, ο Μήτρογλου πιο παλιά, ο Βλαχοδήμος, ο Κατσουράνης, ο Καραγκούνης».

– Και τέλος, θα ήθελα ένα σχόλιο για τον λόγο που ήρθες στην Ελλάδα, για τον τελικό του κυπέλλου ανάμεσα στον ΟΦΗ και τον Ολυμπιακό.

«Αρχικά ήταν η ατμόσφαιρα ήταν εντυπωσιακή για έναν τελικό από τους οπαδούς των δύο ομάδων. Όταν έφτασα στο γήπεδο, μου ήρθαν πολλές αναμνήσεις. Είναι πολύ περίεργο να στο περιγράψω. Έβγαλα φωτογραφίες με οπαδούς της ομάδας, στήριξα την ομάδα μαζί τους. Ο κόσμος με θυμάται και θυμάται κάτι καλό από εμένα. Αυτό είναι το σημαντικό. Θα συνεχίσω να υποστηρίζω και να ακολουθώ τον ΟΦΗ. Θεωρώ ότι ο ΟΦΗ σεβάστηκε λίγο παραπάνω τον Ολυμπιακό και μπήκε με περισσότερο φόβο στο παιχνίδι, θα ήθελα από τους παίκτες με περισσότερη φλόγα αλλά υπάρχει το άγχος και η νευρικότητα. Στο τέλος πίεσε λίγο παραπάνω, θα μπορούσε να βρει ένα γκολ αλλά αυτό είναι το ποδόσφαιρο».

ΔΗΜΟΦΙΛΗ